- ρώχω
- Α1. ασθμαίνω, λαχανιάζω2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥώχειν βρύχειν τοῑς ὀδοῡσι».[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός άγνωστης ετυμολ., που συνδέεται πιθ. με τα ῥέγκω ή ῥάζω (βλ. λ. ρέγχω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρέγχω — ῥέγχω ΝΜΑ, και ῥέγκω ΜΑ ροχαλίζω (α. «εἰς τὴν κοίλην τοῡ πλοίου καὶ ἐκάθενδε καὶ ἔρρεγχε», ΠΔ β. «καὶ ῥέγχει καθεύδων», Αριστοτ.) μσν. αρχ. μτφ. (για την ψυχή) κοιμάμαι βαριά, βρίσκομαι σε κατάσταση αναισθησίας και αδιαφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… … Dictionary of Greek
ρωχμός — (I) και ῥωγμός, ὁ, Α ρήγμα, σχισμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ῥωκ σμός, με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα σμός (πρβλ. ἰωχμός). Ο τ. ῥωγμός < θ. ῥωγ τού ῥήγνυμι + κατάλ.… … Dictionary of Greek
ρώκομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «ὀργίζομαι, λυποῡμαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. ῥώχω*] … Dictionary of Greek
ρώκωσα — και, σε κώδικες, ῥωκῶσα, Α (κατά τον Ησύχ.) «πρίουσα τοὺς ὀδόντας». [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. ενός αμάρτυρου ρ. *ρώκω / *ῥωκῶ, συγγενούς τού ῥώχω*] … Dictionary of Greek